συνολκή

συνολκή
η, ΝΜΑ
1. συστολή, μάζεμα
2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» — στηθάγχη
β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.-αρχ.
κατάποση, καταβρόχθιση
αρχ.
1. σπασμώδης συστολή τετάνου
2. υστερικός παροξυσμός σπασμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα συν-ολκ- τού θ. συν-ελκ- τού ρ. συνέλκω «μαζεύω, συστέλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνολκῇ — συνολκή contraction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκή — contraction fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκαῖς — συνολκή contraction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκαί — συνολκή contraction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκῆς — συνολκή contraction fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκήν — συνολκή contraction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνολκῶν — συνολκή contraction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόφθαλμος — ο παθολογική συνολκή τού οφθαλμικού βολβού μέσα στην οφθαλμική κόγχη …   Dictionary of Greek

  • συνολκούμαι — όομαι, Α [συνολκή] (για τη μήτρα) μετατίθεμαι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • ξυνολκαί — συνολκαί , συνολκή contraction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”