- συνολκή
- η, ΝΜΑ1. συστολή, μάζεμα2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» — στηθάγχηβ. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.)μσν.-αρχ.κατάποση, καταβρόχθισηαρχ.1. σπασμώδης συστολή τετάνου2. υστερικός παροξυσμός σπασμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα συν-ολκ- τού θ. συν-ελκ- τού ρ. συνέλκω «μαζεύω, συστέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.